Έχοντες υπ΄ όψιν μας, τις μέχρι τώρα δημοσιεύσεις μας, περί Αρβάνου, Αρβάνων και των Ελλήνων Αρβανιτών, αλλά και για το χρησιμοποιούμενο από την Αλβανική προπαγάνδα σύγχυσης, μουσουλμανικό χωριό Arben – Άρμπεν (στα Γκέκικα) ή Arber -Άρμπερ (στα Τόσκικα) και την περί αυτού περιοχή Arberia, δια τα οποία ιδίως συμπεριλάβαμε στις αναρτήσεις:
— Το Άρβανον, τα όρη Άρβανα και η «Jireček Line»
— Ο γεωγραφικός όρος «Αλβανία» το 1450 μ.χ., σύμφωνα με χάρτη του Κροάτη φιλοαλβανού Αλβανολόγου, Milan Šufflay, ο οποίος προσλήφθηκε για να συνεχίσει τη μελέτη του Jireček, και έγραψε το 3ο βιβλίο του «Codex Αlbanicus»
— Ο γεωγραφικός όρος «Αλβανία» το 1450 μ.χ., σύμφωνα με χάρτη του Κροάτη φιλοαλβανού Αλβανολόγου, Milan Šufflay, ο οποίος προσλήφθηκε για να συνεχίσει τη μελέτη του Jireček, και έγραψε το 3ο βιβλίο του «Codex Αlbanicus»
— Άρβανον, Άρβανα, Άρμπουνα, Αρμπέν, Αρμπερία, Αλβανόπολις, Ελμπασάν, Κρόϊα, Άρβων — Λέξεις δια πάσαν προπαγάνδα.
— Τις ιστορικές αναφορές σε ντοκουμέντα του 1043, του 1081, του 1167 και του 1190, που μνημονεύουν και προσδιορίζουν το Άρβανον, τα Άρβανα ως ευρύτερη κατοικημένη περιοχή και τους Αρβανίτες,
— ΣΥΜΠΕΡΑΙΝΟΥΜΕ ΑΒΙΑΣΤΑ:
1.– Το Άρβανον και τα Άρβανα ως ευρύτερη περιοχή, ήσαν υπαρκτά και προσδιορίστηκαν γεωγραφικά, Ανατολικώς των λιμνών Οχρίδος και Πρέσπας, καθώς και νοτίως των σημερινών Τιράνων και Ελμπασάν. Αυτή η περιοχή, δέσποζε των αρχαίων οδικών αρτηριών, συμπεριλαμβανομένης και της αρχαίας Εγνατίας οδού, οι οποίες διέρχονταν μέσα από το έδαφος των Αρβάνων.
2.– Το Άρβανον και τα Άρβανα, ευρίσκοντο κατά μία σαφή εικόνα, στην καρδιά της ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ. Οι κάτοικοί του είχαν αναλάβει τη στρατιωτική φύλαξη των διαβάσεων και των κάστρων της περιοχής τους, δια λογαριασμόν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τουλάχιστον μέχρι το 1204, όπου η πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης, προσδιόρισε και τον σταδιακό εκφυλισμό, μέχρι και την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, σε χρονοδιάστημα ακόμα 200 με 250 ετών. Αυτοί οι κάτοικοι-πολεμιστές των Αρβάνων (γνωστών αργότερα ως stradioti), είχαν κτίσει πλησίον των στρατιωτικών τους εγκαταστάσεων, τα αναφερόμενα «περί το Άρβανον πολίχνεια» των μνημονευθέντων ιστορικών πηγών, στα οποία διέμενον οι οικογένειές τους.
3.– Η Ελληνοφωνία της Βορείου Ηπείρου (η οποία εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα σε πείσμα του Αλβανικού καθεστώτος), μέχρι του ποταμού Μάτη (Mat) δεν προέκυψε από κάποια ιστορική μετανάστευση Ελλήνων προς βορράν, τη διερευνούμενη χρονική περίοδο 1000 – 1400 μ.Χ., αλλά προϋπήρξε και χάνεται στα αρχαία χρόνια, με αποτέλεσμα να δίδεται ο χαρακτηρισμός των «αυτόχθονων» σ΄ αυτόν τον Ελληνικό και Ελληνόφωνο πληθυσμό.
4.– Το Άρβανον και τα Άρβανα, ΣΥΝΥΠΗΡΞΑΝ ΧΡΟΝΙΚΑ με το Άρμπεν ή Άρμπερ και την περί αυτό περιοχή Αρμπερία και έχει αποδειχθεί, ότι πρόκειται για τόπους που είναι αδύνατον να συμπέσουν και σε πληθυσμούς, με διαφορετικά, ανταγωνιστικά έως εχθρικά εθνοτικά χαρακτηριστικά. Η και Γκέκικη ονομασία «Άρμπεν» της Άρμπερ, υποδηλώνει την κατ΄ εξαίρεση κατοίκηση μιας μικρής νοτιοανατολικής περιοχής, από το Αλβανικό φύλλο των Γκέκηδων, κατ΄ αντιδιαστολή της αρχαίας Ελληνοκατοίκησης της Βορείου Ηπείρου και των ευρισκόμενων στην «καρδιά» της Αρβάνων.
5.– Εφ΄ όσον καταλαβαίνουμε τη στρατιωτική δομή της κοινωνίας των Αρβανιτών (Ελλήνων κατοίκων-πολεμιστών των Αρβάνων) προϋποθέτει «κοινωνία κατ΄ εξοχήν κλειστή» ΔΗΛΑΔΗ κοινωνία η οποία δύσκολα θα μπορούσε να δεχθεί «ξένους» στους κόλπους της, κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις. Αυτό είναι στοιχειώδες και ελάχιστο απαιτούμενο, για να διαφυλάξει την ασφάλειά της και την ασφάλεια του τόπου που είχε αναλάβει τη στρατιωτική φύλαξη. Λόγω έλλειψης λεπτομερών γραπτών στοιχείων, της περιόδου 1000 – 1400 μ.Χ. για τη περιοχή των Αρβάνων και τους Αρβανίτες, την στρατιωτική κοινωνική δομή τους, μόνο εκ των υστέρων μπορούμε να την κατανοήσουμε, αν αποδεχθούμε τον ισχυρισμό των Σουλιωτών, ότι είναι Έλληνες Αρβανίτες και μελετήσουμε τους Έλληνες Αρβανίτες της στρατιωτικής περιοχής του Σουλίου, αρκετά χρόνια μετά.
ΟΜΩΣ η γενική ρευστότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατά τη χρονική περίοδο 1200 – 1450 μ.Χ., πρωτίστως επηρέαζε και προκαλούσε γεωπολιτική ρευστότητα και στην Ήπειρο, η οποία δέσποζε στο δυτικό άκρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στην καρδιά της οποίας (Ηπείρου) στρατηγικά υπήρξαν τα Άρβανα. Ας δούμε λοιπόν τι προέκυψε στην περιοχή που μας ενδιαφέρει, από μια σειρά ιστορικών γεγονότων.
=== ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΝ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ (από αναδημοσιεύσεις της el.wikipedia.org)
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήταν ένα από τα κράτη που προέκυψαν από την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Δ΄ Σταυροφορία το 1204. Μαζί με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας θεωρούσε ότι είναι νόμιμη συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αρχικά περιελάμβανε τα εδάφη της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας. Γρήγορα επεκτάθηκε στα Ιόνια Νησιά καθώς και σε σημαντικά τμήματα της Αλβανίας, της Θεσσαλίας της Μακεδονίας και της Θράκης.
Από τα μέσα του 13ου αιώνα άρχισε να συρρικνώνεται στα αρχικά του όρια, ενώ κατά διαστήματα υποτάχθηκε στους Σέρβους και στο κράτος της Νικαίας. Στα μέσα του 15ου αιώνα κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Έχοντας αρχικά ως έδρα την πόλη της Άρτας και αργότερα τα Γιάννενα. διοικήθηκε διαδοχικά από Βυζαντινούς, Σέρβους και Ιταλούς ηγεμόνες.
Η φεουδαλικής υπόσταση του κράτους οδήγησε συχνά τους ηγέτες του σε μία σειρά συμμαχιών, επιγαμιών και συγκρούσεων, με Φράγκους, Ιταλούς, Βουλγάρους και Βυζαντινούς ηγεμόνες του Κράτους της Νικαίας καθώς και με Αλβανούς και Βλάχους φυλάρχους.
=== Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας: Ίδρυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου
Ιδρύθηκε από τον Μιχαήλ Α΄ Δούκα το 1204. Ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός Δούκας ήταν εξάδελφος των αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β΄ Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄. Αρχικά είχε συνάψει συμμαχία με τον Βονιφάτιο Μονφερατικό. Στη συνέχεια προσπάθησε να ανακόψει την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους αν και δεν τα κατάφερε, χάνοντας στη μάχη του ελαιώνα του Κούνδουρου. Επέστρεψε στην Ήπειρο, στην πρώην αυτοκρατορική επαρχία του Θέματος της Νικοπόλεως και ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου με έδρα την Άρτα διαλύοντας τη συμμαχία με τον Βονιφάτιο.
Σύντομα η Ήπειρος έγινε η νέα πατρίδα Ελλήνων προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο και ο Μιχαήλ αναφερόταν ως ο δεύτερος Νώε, ο οποίος έσωζε τον κόσμο από τον κατακλυσμό των Φράγκων. Ο Ιωάννης Ι΄ Καματηρός, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης δεν τον θεωρούσε νόμιμο διάδοχο και ακολούθησε τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη στη Νίκαια της Βιθυνίας. Έτσι ο Μιχαήλ αναγνώρισε την εξουσία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’ στην Ήπειρο, κόβοντας τους δεσμούς του με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο Ερρίκος της Φλάνδρας απαίτησε την υποταγή του Μιχαήλ στη Λατινική Αυτοκρατορία, κάτι που ο Μιχαήλ έκανε, τουλάχιστο κατ’ όνομα, επιτρέποντας στην κόρη του να παντρευτεί τον αδελφό του Ερρίκου, Ευστάθιο (Eustace) το 1209. Ο Μιχαήλ δεν κράτησε τη συμφωνία του. Θεωρώντας ότι η ορεινή Ήπειρος θα ήταν απρόσβλητη από τους Λατίνους σύναπτε ή κατέλυε συμμαχίες σύμφωνα με τις περιστάσεις. Στο μεταξύ, οι συγγενείς του Βονιφάτιου από το Μονφεράτ, είχαν βλέψεις για την Ήπειρο και το 1210 ο Μιχαήλ συμμάχησε με τη Βενετία και επιτέθηκε στο Βονιφάτιο στη Θεσσαλονίκη. Ο Μιχαήλ ήταν ιδιαίτερα σκληρός με τους αιχμαλώτους του, σταυρώνοντας σε κάποιες περιπτώσεις Λατίνους ιερείς. Αντιδρώντας, ο Ιννοκέντιος τον αφόρισε. Ο Ερρίκος κράτησε την πόλη και εξανάγκασε τον Μιχαήλ σε νέα, ονομαστική τουλάχιστον, συμμαχία.
Ο Μιχαήλ όμως έστρεψε την προσοχή του στην κατάληψη άλλων στρατηγικά σημαντικών πόλεων που κατείχαν οι Λατίνοι: Λάρισα, Δυρράχιο και Οχρίδα παίρνοντας στον έλεγχό του την Εγνατία Οδό, τον κύριο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη. Πήρε επίσης στον έλεγχό του λιμάνια του Κορινθιακού κόλπου. Το 1214, κατάλαβε την Κέρκυρα από τη Βενετία, αλλά αργότερα δολοφονήθηκε στα τέλη του ίδιου έτους. Tον διαδέχθηκε ο νόθος αδελφός του Θεόδωρος.
=== Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας: Η Διαμάχη με τη Νίκαια και τη Βουλγαρία
Ο Θεόδωρος αμέσως επιτέθηκε στη Θεσσαλονίκη και πολέμησε με τους Βούλγαρους. Ο Ερρίκος της Φλάνδρας πέθανε στην αντεπίθεση και το 1217 ο Θεόδωρος αιχμαλώτισε το διάδοχό του Πέτρο του Κουρτεναί και πιθανότατα τον εκτέλεσε. Η Λατινική αυτοκρατορία όμως διέσπασε την προσοχή της λόγω της αυξανόμενης δύναμης της Νίκαιας και δεν μπόρεσε να σταματήσει τον Θεόδωρο να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη το 1224.
Το 1225, μετά την κατάληψη της Αδριανούπολης από τον Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη του βασιλείου της Νικαίας, ο Θεόδωρος καταφθάνει και καταλαμβάνει με τη σειρά του την πόλη. Ο Θεόδωρος συμμάχησε επίσης με τους Βούλγαρους για να διώξει τους Λατίνους από την Θράκη. Το 1227 ο Θεόδωρος έχρισε τον εαυτό του Αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πράγμα όμως που δεν αναγνωρίστηκε από τους περισσότερους ελληνικούς θεσμούς, κυρίως από τον Πατριάρχη της Νικαίας.
Το 1230, ο Θεόδωρος καταλύει την συμμαχία με τους Βούλγαρους, ευελπιστώντας να προκαλέσει την πτώση του Ιβάν Ασέν Β΄ (Ivan Asen II) που τον είχε παρεμποδίσει να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη. Στην μάχη της Κλοκοτνίτσα (κοντά στο Χάσκοβο στην Βουλγαρία) ο Βούλγαρος Τσάρος νίκησε, αιχμαλώτισε και στη συνέχεια τύφλωσε τον Θεόδωρο. Έτσι, στο θρόνο του Δεσποτάτου της Ηπείρου ανήλθε ο ανεψιός του ο Μιχαήλ Β΄. Στη συνέχεια ο Θεόδωρος απελευθερώθηκε και διοίκησε τη Θεσσαλονίκη μαζί με τον αδερφό του Εμμανουήλ σαν υποτελής.
=== Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας: Η κυριαρχία της Νικαίας και του Βυζαντίου
Η Ήπειρος ποτέ δεν μπόρεσε να ανακτήσει την ισχύ της μετά την ήττα. Ο Μιχαήλ Β΄ αφότου έχασε την Θεσσαλονίκη που καταλήφθηκε από την αυτοκρατορία της Νικαίας 1246, συμμάχησε με τους Λατίνους εναντίον της Νικαίας. Το 1248 ο Ιωάννης Βατάτζης εξανάγκασε τον Μιχαήλ Β΄ να τον αναγνωρίσει ως αυτοκράτορα και εις αντάλλαγμα τον αναγνώρισε ως Δεσπότη της Ηπείρου. Η εγγονή του Βατάτζη, Μαρία, παντρεύτηκε τον υιό του Μιχαήλ, Νικηφόρο. Ενώ το 1248 η κόρη του Μιχαήλ, Άννα, παντρεύτηκε τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, και ο Μιχαήλ αποφάσισε να εκπληρώσει, βάση της συμμαχίας τους, τις υποχρεώσεις του έναντι του Βατάτζη. Στην μάχη που ακολούθησε όμως ηττήθηκε, και ο παλιός Δεσπότης, Θεόδωρος, συνελήφθη εκ νέου και πέθανε αυτή τη φορά στην φυλακή.
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης συμμάχησε με τον Μιχαήλ Β΄ και τους διαδόχους του, και τα παιδιά τους, που είχαν αρραβωνιαστεί από τον Ιωάννη χρόνια πριν, παντρεύτηκαν τελικά το 1257, λαμβάνοντας έτσι εις αντάλλαγμα το Δυρράχιο. Ο Μιχαήλ Β΄ όμως δεν δέχτηκε την εδαφική παραχώρηση το 1257 και εξεγέρθηκε, νικώντας μάλιστα τον στρατό της Νικαίας τον οποίο ηγείτο ο Γεώργιος Ακροπολίτης. Καθώς ο Μιχαήλ κατευθυνόταν προς την Θεσσαλονίκη, δέχθηκε επίθεση από τον Μανφρέδο Χοενστάουφεν της Σικελίας ο οποίος κατέλαβε την Αλβανία και την Κέρκυρα. Εντούτοις ο Μιχαήλ σύναψε συμμαχία μαζί του παντρεύοντας την κόρη του Ελένη μαζί του. Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Β΄, ο Μιχαήλ Β΄, ο Μανφρέδος και ο Γουλιέλμος Β΄ πολέμησαν κατά τον νέο αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Η συμμαχία ήταν πολύ ασταθής και το 1259 ο Γουλιέλμος συνελήφθη στην μάχη της Πελαγονίας. Ο Μιχαήλ Η΄ μπόρεσε να καταλάβει την πρωτεύουσα του Μιχαήλ Β΄, την Άρτα, περιορίζοντας την εξουσία του Μιχαήλ Δούκα στις πόλεις των Ιωαννίνων και της Βόνιτσας. Η Άρτα επανακατελήφθη το 1260 όταν ο Μιχαήλ Η΄ ήταν απασχολημένος με την επανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως.
=== Ιταλική εισβολή
Μετά την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, ο Μιχαήλ Η΄ έκανε συχνές επιθέσεις ενάντια της Ηπείρου και εξανάγκασε το γιό του Μιχαήλ Β΄, Νικηφόρο, να παντρευτεί την ανιψιά του Άννα Καντακουζηνή, το 1265. Ο Μιχαήλ Η΄ θεωρούσε την Ήπειρο υποτελή, αν και ο Μιχαήλ Β΄ και ο Νικηφόρος συνέχιζαν να είναι σύμμαχοι με το Πριγκιπάτο της Αχαΐας και το Δουκάτο των Αθηνών. Το 1267 η Κέρκυρα και μεγάλο κομμάτι της Ηπείρου καταλήφθηκαν από τον Κάρολο των Ανζού και το 1271 ο Μιχαήλ Β΄ πέθανε, αν και ο Μιχαήλ Η΄ δεν προσπάθησε να καταλάβει άμεσα την Ήπειρο. Επέτρεψε στο Νικηφόρο να διαδεχθεί το Μιχαήλ Β΄ και να αντιμετωπίσει τον Κάρολο, ο οποίος κατέλαβε το Δυρράχιο μέσα στον ίδιο χρόνο. Το 1270 ο Νικηφόρος συμμάχησε με τον Κάρολο εναντίον του Μιχαήλ Η΄, δεχόμενος να γίνει υποτελής του. Με την ήττα του Καρόλου, ο Νικηφόρος έχασε την Αλβανία από την αυτοκρατορία.
Στην εποχή του Ανδρόνικου Β΄, ο Νικηφόρος ανανέωσε τη συμμαχία του με την Κωνσταντινούπολη. Το 1292 όμως, ο Νικηφόρος συμμάχησε με τον Κάρολο Β΄ της Νάπολης αν και ο Κάρολος νικήθηκε από τον στόλο του Ανδρόνικου. Ο Νικηφόρος πάντρεψε την κόρη του με το γιο του Καρόλου, Φίλιππο Α΄ του Τάραντο και του πούλησε μεγάλο κομμάτι της κυριαρχίας του. Μετά το θάνατο του Νικηφόρου το 1296, η επιρροή των Βυζαντινών μεγάλωσε όσο κυβερνούσε η Άννα, η εξαδέλφη του Ανδρονίκου Β΄, για λογαριασμό του νεαρού γιου της Θωμά. Το 1306 επαναστάτησε εναντίον του Φιλίππου, παίρνοντας το μέρος του Ανδρονίκου. Οι Λατίνοι κάτοικοι εκδιώχθηκαν, αλλά εξαναγκάστηκε να επιστρέψει κάποια εδάφη στο Φίλιππο. Το 1312, ο Φίλιππος εγκατέλειψε τις βλέψεις του για την Ήπειρο και τις έστρεψε προς την αποθνήσκουσα Λατινική αυτοκρατορία.
=== Κατάρρευση του Δεσποτάτου
Η Άννα πάντρεψε τον Θωμά με μια κόρη του Ανδρόνικου Β΄, αλλά αυτός δολοφονήθηκε το 1318 από τον Νικόλαο Ορσίνι ο οποίος παντρεύτηκε τη χήρα του και πήρε τον έλεγχο του Δεσποτάτου. Αναγνωρίστηκε σαν νόμιμος ηγέτης του Δεσποτάτου από τον Ανδρόνικο Β΄, αλλά τον ανέτρεψε ο αδελφός του Ιωάννης Β΄ Ορσίνι το 1323. Ο Ιωάννης δηλητηριάστηκε από τη γυναίκα του Άννα, η οποία άσκησε την αντιβασιλεία για λογαριασμό του Νικηφόρου Β΄. Το 1337 ο Ανδρόνικος Γ΄, έφτασε στη βόρεια Ήπειρο με ένα στρατό που εν μέρει ήταν συγκροτημένος από 2000 Τούρκους που τους είχε παράσχει ο σύμμαχός του, Ομούρ του Αϊδινίου. Είχαν αναφερθεί ταραχές στις περιοχές του Βερατίου και των Κανίνων ως συνέπεια των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων των Αλβανών. Ο Ανδρόνικος νίκησε τους Αλβανούς και έστρεψε την προσοχή του στο Δεσποτάτο. Η Άννα, η χήρα του δεσπότη, προσπάθησε να έρθει σε διαπραγματεύσεις μαζί του, αλλά ο Ανδρόνικος απαίτησε την ολοκληρωτική υποταγή του Δεσποτάτου, στο οποίο η Άννα τελικά συμφώνησε. Έτσι το Δεσποτάτο της Ηπείρου ενσωματώθηκε ειρηνικά και πάλι στην Αυτοκρατορία. Όμως, ένας από τους όρους της συμφωνίας ήταν ο Νικηφόρος Β΄ να αρραβωνιαστεί μία από τις κόρες του Ιωάννη Καντακουζηνού. Όταν ήλθε ο καιρός να γίνει ο αρραβώνας, ανακαλύφθηκε ότι ο Νικηφόρος είχε εξαφανισθεί.
Τελικά ο Ανδρόνικος έμαθε πως ο Νικηφόρος είχε μεταφερθεί στην Ιταλία από μέλη της Ηπειρωτικής αριστοκρατίας που ήταν υποστηρικτές της ανεξαρτησίας της Ηπείρου. Εκεί, διέμεινε για ένα χρονικό διάστημα στον Τάραντα, στην αυλή της Αικατερίνης Βαλουά, τιτουλάριας αυτοκράτειρας της Κωνσταντινούπολης. Το 1339 ξέσπασε επανάσταση στην Ήπειρο με την υποστήριξη της Αικατερίνης, που βρισκόταν στην Πελοπόννησο, και του Νικηφόρου που είχε επιστρέψει στην Ήπειρο και είχε την έδρα του στο Θωμόκαστρο. Στα τέλη όμως του 1339, αυτοκρατορικά στρατεύματα έφτασαν στην περιοχή, και το 1340 έφτασε ο ίδιος ο Ανδρόνικος συνοδεύμενος από τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Τελικά οι επαναστάτες πείστηκαν με τη δύναμη της διπλωματίας και όχι τόσο των όπλων να υποταχθούν στην εξουσία του αυτοκράτορα. Ο Νικηφόρος παρέδωσε το Θωμόκαστρο, αρραβωνιάστηκε την Μαρία, κόρη του Ιωάννη Καντακουζηνού και πήρε τον τίτλο του πανυπερσέβαστου.
Όταν η αυτοκρατορία βρέθηκε σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, η Ήπειρος καταλήφθηκε από τους Σέρβους. Ο Νικηφόρος Β΄ κατάφερε να ανακαταλάβει την Ήπειρο το 1356 και πρόσθεσε στην επικράτειά του τη Θεσσαλία. Ο Νικηφόρος πέθανε κατά την κατάπνιξη επανάστασης από Αλβανούς, οι οποίοι είχαν εισέλθει στην ευρύτερη περιοχή προς υποστήριξη των Σέρβων, το 1359 και το δεσποτάτο ενσωματώθηκε εκ νέου στην αυτοκρατορία. Στις επόμενες δεκαετίες έπεσε στα χέρια των ιταλικών οικογενειών Μπουοντελμόντι και Τόκκων, από τους οποίους την πήραν οι Οθωμανοί.
=== Δεσπότες της Ηπείρου
— Δυναστεία Κομνηνών – Δουκάδων
- Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός Δούκας (1204-1214)
- Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας (1214-1230), αυτοκράτορας από 1227-1230
- Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας (1230-1271)
- Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός Δούκας (1271-1296)
- Θωμάς Κομνηνός Δούκας (1296-1318)
— Δυναστεία Ορσίνι
- Νικόλαος Ορσίνι (1318-1323)
- Ιωάννης Ορσίνι (1323-1335)
- Νικηφόρος Β΄ Ορσίνι ( 1335-1337), (1356-1359) <<<< (ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ)
— Σέρβικη Δυναστεία (Nemanjić)
Σημειώνεται ότι το Δεσποτάτο της Ηπείρου καταλύθηκε το 1359, οι παρακάτω «Τσάροι» υπήρξαν τοποτηρητές του Σέρβου τσάρου, που διατήρησαν και τον τίτλο του Δεσπότη της Ηπείρου.
- Συμεών Ούρεσης Παλαιολόγος (Uroš) (1359-1366), αυτοκράτορας (τσάρος) Σέρβων και Ελλήνων.
- Θωμάς Β΄ Πρελούμπος (Preljubović) (1366-1384), Δεσπότης.
- Μαρία Αγγελλίνα Δούκαινα Παλαιολογίνα (1384-1385).
Δυναστεία Μπουοντελμόντι (Buondelmonti)
- Ησαύ Μπουοντελμόντι (1385-1411).
- Γεώργιος Μπουοντελμόντι (1411).
Δυναστεία Τόκκων (Tocco)
- Κάρολος Α΄ Τόκκος (1411-1429).
- Κάρολος Β΄ Τόκκος (1429-1448), κατάληψη Ιωαννίνων από τους Οθωμανούς του 1430.
- Λεονάρδος Τόκκος (1448-1479), κατάληψη Άρτας το 1449 και Αγγελόκαστρου το 1460.
Πηγές για το Δεσποτάτο Ηπείρου της el.wikipedia.org
- Donald M. Nicol «Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου 1261-1453» (πρώτη ελληνική μετάφραση(1969), εκδόσεις Παπαδήμα, 1996,(μετάφραση Στάθης Κομνηνός),
- Ιστορία του ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1980. Τόμος Θ’, σελ. 91-106.
- Ήπειρος: Ιστορικοί ελληνικοί χρόνοι, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1997, σελ. 198-237.
- N. Donald, Το δεσποτάτο της Ηπείρου 1267-1479, εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1991.
- Ν. Ζιάγκος, Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ελλάδας, Αθήνα 1974.
- G. Prinzing: «Studien zur Provinz und Zentralverwaltung im Machtbereich der epirotischen Herrscher Michael I. Und Theodoros Dukas» (2 Σειρές), Ηπειρωτικά Χρονικά 24(1982), σελ. 73–120 και τόμος 25(1983), σελ. 37–112.
- Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, τόμ. Β΄, εκδ. Κουλτούρα, [χ.χ.], Αθήνα, σελ. 57-171.
ΛΟΙΠΑ ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Χωρίς αμφιβολία, η περίοδος 1200 – 1450 μ.Χ. είναι η πλέον ταραχώδης, για την Βυζαντινή αυτοκρατορία και την Ήπειρο ιδιαίτερα, με σκληρούς και αδιάκοπους πολέμους, από το Ιόνιο μέχρι και την Μικρά Ασία (Κωνσταντινούπολης και Νίκαιας, αλλά και Τραπεζούντας συμπεριλαμβανομένων) και από τα τότε όρια Σερβίας και Βουλγαρίας, έως και τη βόρεια Πελοπόννησο.
Αυτή η πολύπλευρη κρίση, είναι φύση αδύνατον να μην επηρέασε την στρατοκρατική κοινωνία των Αρβανιτών, οι οποίοι μάλιστα, από το μεσοδιάστημα αυτής της περιόδου, άρχισαν να γίνονται διάσημοι και περιζήτητοι σαν επαγγελματίες πολεμιστές, γνωστοί πλέον ως «stradioti» στους Λατίνους ηγεμόνες μέχρι και την Ισπανία, στην Αίγυπτο και Λιβύη, στη Κύπρο και στη Συρία!!!
Παρά την γενική κρίση, τη πρώτη περίοδο, περί το 1200 με 1300 μ.Χ., καταγράφεται αύξηση του πληθυσμού της Ηπείρου, σε πείσμα κάποιων καταστροφολόγων των Ελλήνων της εποχής, λόγω μεγάλου μεταναστευτικού κύματος ΕΛΛΗΝΩΝ, από την Κωνσταντινούπολη και την ευρύτερη περιοχή της, οι οποίοι αναζήτησαν και βρήκαν καταφύγιο στην Ήπειρο
Θα πρέπει να μη φανταζόμαστε πολυπληθέστατους στρατούς. Εκείνη την περίοδο (αλλά και αμέσως μετά), κανένας ηγεμόνας δεν μπορούσε να συγκροτήσει στρατό, που να ξεπερνούσε συνολικά τη δύναμη των 10.000 ανδρών το πολύ και που στις πλείστες των περιπτώσεων έπρεπε να διασπάτε σε δύο και τρία μέτωπα συγχρόνως. Τα σύνορα των χαρτών είναι ενδεικτικά και ουδέποτε οριστικά και συνέβαινε το παράδοξο, ενώ ένας ηγεμόνας-φεουδάρχης εμφανιζόταν να έχει στη κατοχή του μια ευρύτατη περιοχή, στη πραγματικότητα εντός της φαινομενικής επικράτειάς του, υπήρχαν ανυπότακτες περιοχές, τόσο στη Βόρειο Ήπειρο (Άρβανα κλπ), όσο και στη Νέα Ήπειρο (σημερινή Βόρεια Αλβανία), τους άτυπους ηγεμόνες των οποίων, οι τιτλούχοι πρίγκιπες ή δούκες, αποκαλούσαν άρχοντες των βουνών.
Ο κάθε ηγεμονίσκος Ηπείρου, Μακεδονίας, Θεσσαλίας, καραδοκούσε κάθε στιγμή, να βρει την ευκαιρία να υποτάξει τις όμορες με συτόν μικροηγεμονίες και να επεκτείνει την επικυριαρχία του και πέραν από αυτές, εκμεταλλευόμενος τη κατάσταση αποσύνθεσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επειδή έκαστος γνώριζε και τις πραγματικές του δυνάμεις, για να πετύχει του σκοπού του, σύναπτε συμμαχίες τοπικού επιπέδου, αλλά κατά τέτοιον τρόπο μεταβλητότητας, που και αυτές οι συνάψεις πρόσκαιρων αλλά και αλλοπρόσαλλων συμμαχιών, αποδεικνύουν τη πολιτικοστρατιωτική ρευστότητα της περιοχής τη περίοδο 1200 – 1450.
Η στρατιωτική πίεση δεν υφίστατο μόνο μεταξύ των τοπικών ηγεμονίσκων Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Σύντομα οι στρατιωτικές πιέσεις άρχισαν να εμφανίζονται από δυσμάς από τους Λατίνους ηγεμόνες και από βοράν, από την Βουλγαρία και από την Σερβία. Από το 1300 περίπου και μετά, ο οποιοσδήποτε (πλην των πιστών μέχρι τέλους στη Βυζαντινή αυτοκρατορία) δεν δίσταζε να συμμαχεί με Τούρκους, είτε για να ικανοποιήσεις τις φιλοδοξίες του, είτε για να περισώσει τα κεκτημένα του. Το τελευταίο αποδείχθηκε βούτυρο στο ψωμί των Τούρκων, οι οποίοι με διάθεση μικρών κατά περίπτωση δυνάμεων, είχαν διεισδύσει σε όλη την Βαλκανική χερσόνησο και έγιναν οι ρυθμιστές των εξελίξεων και μετέπειτα κατακτητές.
Οι πολλοί γάμοι μεταξύ οικογενειών αριστοκρατών, Βυζαντινών, Βούλγαρων, Σέρβων, Λατίνων κλπ, δεν μπόρεσαν να αποκαταστήσουν μια στοιχειώδη σταθερότητα στη περιοχή της Ηπείρου, της οποίας πρέπει να τονίσουμε, το ρεύμα για πλήρη ανεξαρτητοποίηση είχε γιγαντωθεί περί το 1350 περίπου.
Από το 1359 μέχρι το 1385, έχουμε τη δεύτερη στρατιωτική διείσδυση προς νότον των Σέρβων, που επηρέασε πρωτίστως την Ήπειρο. Οι Σέρβοι και στις δύο εισβολές τους δεν δημιούργησαν πληθυσμιακές αναταράξεις σε βάρος του Ελληνικού πληθυσμού. Αντιθέτως, εκτιμώντες τις Ελληνικές κοινωνικές δομές που υπερίσχυαν σε Ηπείρο, Θεσσαλία και Μακεδονία, είχαν τη πρόνοια να αυτοαναγορεύονται σε βασιλείς ή αυτοκράτορες Σέρβων και Ελλήνων.
Επίσης, δεν υπάρχουν γραπτά κείμενα που να αναφέρουν ότι τα διάφορα ετερόκλητα εκστρατευτικά σώματα, συνοδεύονταν από εισβολή μεταναστών. Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο, διότι σε περιόδους παρατεταμένων ή συχνά επαναλαμβανόμενων πολέμων σε μια περιοχή, είναι εντελώς ασύνηθες, άοπλοι πληθυσμοί, να μετοικίζουν και να εγκαθίστανται σε αυτήν, ενώ εξακολουθούν οι πόλεμοι και η διοικητική αστάθεια. Αντίθετα, η φτώχεια ως επακόλουθο των μακροχρόνιων πολέμων, εξαναγκάζει μερικές φορές ντόπιους πληθυσμούς, να μετακινούνται προς ασφαλέστερες περιοχές. Στη περίπτωση της Ηπείρου όμως, είδαμε να υπάρχει αναφορά μετεγκατάστασης σε αυτήν ΕΛΛΗΝΩΝ προσφύγων από τη περιοχή Κωνσταντινουπόλεως μετά το 1204, επειδή θεωρούσαν την εύφλακτον Ήπειρο, σαν περισσότερο ασφαλή από την Κωνσταντινούπολη!!!
ΕΠΟΜΕΝΩΣ, μέχρι το 1400 – 1430, δεν βλέπουμε να έχουμε σοβαρή διείσδηση αλλογενών πληθυσμών (Αλβανών, Σλάβων) διότι ούτε οι στρατιωτικές δυνάμεις αποκτούσαν μακρόχρονη επικράτηση, ούτε και μαζική μετανάστευση Ελλήνων Αρβανιτών παρατηρείται. Το ότι έστω και πρόσκαιρα, η Βυζαντινή αυτοκρατορία, κατώρθωσε να ανακτήσει τα περισσότερα εδάφη της σε Μακεδονία, Θεσσαλία και Ήπειρο (συμπεριλαμβανομένων και των Άρβανων σύμφωνα με χάρτη της εποχής 1252 – 1315) σημαίνει ότι τα ερείσματα του Βυζαντίου σε Ελληνικούς πληθυσμούς ήσαν σημαντικότατα.